ομόφωνος

Μεταφράσεις

ομόφωνος

(o'mofonos) αρσενικό

ομόφωνη

(ο'mofoni) θηλυκό

ομόφωνο

homophone, unanimoushomophone, unanimeإِجْمَاعِيّjednohlasnýenstemmigeinstimmigunánimeyksimielinenjednoglasanunanime満場一致の만장 일치인unaniemenstemmigjednomyślnyunânimeединогласныйenhälligเป็นเอกฉันท์oybirliğiylenhất trí一致同意的, 一致一致 (o'mofono) ουδέτερο
επίθετο
που εκφράζεται από τη γνώμη όλων ομόφωνη απόφαση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.