ώρα

Μεταφράσεις

ώρα

hodina, dobaStunde, Uhr, Uhrzeithour, time, o’clock, sessionhoratunti, aikaheureóratímihorauur, tijdtime, tidgodzinahora, tempotimme, klockansaatгодинаسَاعَةٌ, وَقْتklokken, timesat, vrijemeora一時間, 時刻시간час, времяเวลา, ชั่วโมงgiờ小时, 时间 ('ora)
ουσιαστικό θηλυκό
1. χρονική διάρκεια ίση με το 1/24 της ημέρας Μας μένουν ακόμη τρεις ώρες δουλειάς. Τι ώρα είναι; μισή ώρα μιάμιση ώρα Πληρώνομαι με την ώρα. είμαι στην ώρα μου
2. ο χρόνος Έχεις λίγη ώρα;
μεταφορικά χαζεύω
3. η στιγμή Ώρα για μπάνιο! από ώρα σε ώρα δεν είναι ώρα γιανα
είναι η λάθος στιγμή για κτ
4. ειδική περίσταση για ώρα ανάγκης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Ώρα 
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.