άνθρωπος

Μεταφράσεις

άνθρωπος

انسان, إِنْسَانٌhumàMenschman, human, human being, person, dude, peopleviroser humano, hombrehomme, humain, être humainאדםemberuomo, essere umanohomohumano, ser humanoomчеловек, мужчинаmänniskainsan, insanoğlučlověkmenneskeihminenljudsko biće人間인간menselijk wezenmenneskeistota ludzkaคนcon người人类 ('anθropos)
ουσιαστικό αρσενικό
1. το ανθρώπινο είδος η εμφάνιση του ανθρώπου στη Γη
2. το άτομο Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. γενναιόδωρος άνθρωπος
σαν κι εμάς
3. κανείς Δεν ήρθε άνθρωπος να με δει. Δεν υπήρχε άνθρωπος έξω.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.