άσκοπος

Μεταφράσεις

άσκοπος

('askopos) αρσενικό

άσκοπη

('askopi) θηλυκό

άσκοπο

aimless, pointless, senselesszweckfrei, sinnlosلا مَعْنَى لَهُnesmyslnýmeningsløssin sentidojärjetönabsurdebesmisleninsensato無意味な무분별한zinloossanseløsnieprzytomnyinsensatoбессмысленныйmeningslösไม่มีความหมายduyarsızvô nghĩa无意义的 ('askopo) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν έχει στόχο Κάνει άσκοπες συζητήσεις.
2. μάταιος Οι ενέργειές τους είναι άσκοπες.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.