αγνός

Μεταφράσεις

αγνός

(a'ɣnos) αρσενικό

αγνή

(a'ɣni) θηλυκό

αγνό

reinpure, chastepuropur, modestepuroنَقِيٌّčistýrenpuhdasčist純粋な순수한puurrenczystypuroчистыйrenบริสุทธิ์saftinh khiết纯的טהור (a'ɣno) ουδέτερο
επίθετο
1. αθώος αγνό βλέμμα αγνές προθέσεις
2. χωρίς σεξουαλική επαφή αγνός έρωτας μένω αγνός
3. ανόθευτος, γνήσιος αγνό λάδι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.