αισθητικός

Μεταφράσεις

αισθητικός

(esθiti'kos) αρσενικό

αισθητική

(esθiti'ci) θηλυκό

αισθητικό

(esθitikó)
επίθετο
που έχει σχέση με το ωραίο σύμφωνα με τα αισθητικά κριτήρια έχω ανεπτυγμένο αισθητικό κριτήριο
για τη βελτίωση της ανθρώπινης εμφάνισης

αισθητικός

beautician, aestheticesthéticien, esthéticienne, esthétiqueэстетический
ουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό
ειδικός για την ομορφιά του προσώπου ή του σώματος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.