αισθητικός
(esθiti'kos) αρσενικό
αισθητική
(esθiti'ci) θηλυκό
αισθητικό
(esθitikó)
επίθετο που έχει σχέση με το ωραίο (d') esthétique σύμφωνα με τα αισθητικά κριτήρια selon des critères esthétiques έχω ανεπτυγμένο αισθητικό κριτήριο avoir le sensla notion de l'esthétique
για τη βελτίωση της ανθρώπινης εμφάνισης chirurgie esthétique
αισθητικός
beautician, aestheticesthéticien, esthéticienne, esthétiqueэстетический
ουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό ειδικός για την ομορφιά του προσώπου ή του σώματος esthéticien αρσενικό esthéticienne θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.