αισιόδοξος

Μεταφράσεις

αισιόδοξος

(esi'oðoksos) αρσενικό

αισιόδοξη

(esi'oðoksi) θηλυκό

αισιόδοξο

optimist, hopeful, optimisticآمِل, مُتَفَائِلًnadějný, optimistickýforhåbningsfuld, optimistiskhoffnungsvoll, optimistischoptimista, esperanzadooptimistinen, toiveikasoptimisteoptimističanottimista, speranzoso希望が持てる, 楽観的な낙천적인, 희망적인hoopvol, optimistischforventningsfull, optimistiskoptymistyczny, pełny nadzieiesperançoso, otimistaнадеющийся, оптимистичныйhoppfull, optimistiskโดยคาดหวังสิ่งที่ดี, มีความหวังiyimser, umutluđầy hy vọng, lạc quan乐观的, 有希望的, 乐观樂觀אופטימי (esi'oðokso) ουδέτερο
επίθετο
1. που έχει την τάση να ελπίζει Είμαι αισιόδοξη για τη συνέχεια.
2. που δίνει ελπίδες αισιόδοξο μήνυμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.