ανίκανος

Μεταφράσεις

ανίκανος

(a'nikanos) αρσενικό

ανίκανη

(a'nikani) θηλυκό

ανίκανο

incapable, incompetent, unable, helpless, inept, powerlessincapable, incompétentغَيْرُ كُفُؤٍneschopnýudueligunfähigincompetenteepäpätevänekompetentanincompetente無能な무능한incompetentudugeligniekompetentnyincompetenteнекомпетентныйinkompetentไม่มีความสามารถyeteneksizthiếu khả năng不称职的 (a'nikano) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν κάνει τίποτα σωστά ανίκανος υπάλληλος
2. που δεν είναι σε θέση να κάνει κτ Είναι ανίκανη να περπατήσει πια.
3. (για άντρα) που δεν ειναι ικανός για σεξουαλική επαφή ανίκανος (σεξουαλικά) άντρας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.