ανησυχητικός

Μεταφράσεις

ανησυχητικός

(anisiçiti'kos) αρσενικό

ανησυχητική

(anisiçiti'ci) θηλυκό

ανησυχητικό

مُفْزِع, مُقْلِقznepokojivýalarmerende, bekymrendebeunruhigendworrying, alarmingpreocupante, alarmantehälyttävä, huolestuttavaalarmant, inquiétantuznemirujući, zabrinjavajućallarmante, preoccupante気がもめる, 警戒心をいだかせる걱정되는, 놀라운alarmerend, zorgwekkendillevarslende, urovekkendeniepokojący, zatrważającypreocupante, alarmanteволнующий, тревожныйoroande, oroväckandeซึ่งน่าตกใจ, ที่ทำให้กังวลendişe verici, ürkütücüđáng ngại, gây lo lắng令人担忧, 令人担忧的Тревожна令人擔憂 (anisiçiti'ko) ουδέτερο
επίθετο
που προκαλεί ανασφάλεια, φόβο ανησυχητικό σύμπτωμα ανησυχητική είδηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.