γιορτή
feast, festival, holidayfêtebayramcelebraciónFeiercelebrazioneпразник庆祝活动慶祝活動OslavaFestחגיגה축하ฉลอง (jor'ti)
ουσιαστικό θηλυκό 1. επέτειος θρησκευτικού ή ιστορικού γεγονότος
(jour αρσενικό de) fête εθνική γιορτή une fête nationale η γιορτή των Χριστουγέννων la fête de Noël οι γιορτές των Χριστουγέννων
les fêtes de fin d'année oι μέρες αργίας
les jours fériésde fête Kλειστό τα σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Fermé le week-end et les jours fériés. 2. γλέντι fête θηλυκό Θα χορέψουμε στη γιορτή; Allons-nous danser à la fête ?
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.