δειλός

Μεταφράσεις

δειλός

(ði'los) αρσενικό

δειλή

(ði'li) θηλυκό

δειλό

coward, bashful, funk, shy, tentative, timid, yellow, cowardlyجَبَانzbabělec, zbabělýkujon, kujonagtigfeige, Feiglingcobardepelkuri, pelkurimainenlâchekukavica, kukavičkicodardo, vigliacco臆病な, 臆病者겁 많은, 겁쟁이lafaard, lafhartigfeig, feigingtchórz, tchórzliwycovarde, covardementeтрус, трусливыйfeg, fegisคนขี้ขลาด, อย่างขี้ขลาดkorkak, korkakçahèn nhát, người nhút nhát胆小鬼, 胆怯的 (ði'lο) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν έχει θάρρος δειλή συμπεριφορά
2. που γίνεται χωρίς αποφασιστικότητα με δειλές κινήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.