εξαντλημένος

Μεταφράσεις

εξαντλημένος

(eksandli'menos) αρσενικό

εξαντλημένη

(eksandli'meni) θηλυκό

εξαντλημένο

spent, weary, exhaustedمُرْهَقvyčerpanýudmatteterschöpftexhaustouupunutépuiséiscrpljenspossato疲れきった기진맥진한uitgepututslittwyczerpanyexaustoистощенныйutmattadเหน็ดเหนื่อยtükenmişkiệt sức疲惫的 (eksandli'meno) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν κυκλοφορεί πια εξαντλημένη έκδοση
2. πάρα πολύ κουρασμένος Είμαι εξαντλημένος από το ταξίδι.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.