εξοικονομώ

Μεταφράσεις

εξοικονομώ

يُوَفِّرُspořitspare opsparensave upahorrarsäästääéconomiserštedjetirisparmiare蓄える저축하다sparenspareoszczędzićeconomizarоткладывать деньгиspara tillเก็บเงินbiriktirmektiết kiệm储蓄 (eksikono'mo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
κάνω οικονομία εξοικονομώ χρήματα εξοικονομώ χώροχρόνο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.