ηφαιστειογενής
(ifestioʝe'nis) αρσενικό-θηλυκό
ηφαιστειογενές
volcanicvolcanique (ifestioʝe'nes)
επίθετο ουδέτερο που σχηματίστηκε από ηφαίστειο
volcanique ηφαιστειογενές έδαφος une terre volcanique Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.