κάνω

Μεταφράσεις

κάνω

machen, legen, tundo, make, cost, be, commit, render, layhacer, ponerfaire, pondrefare, deporreيَبيضُ, يَفْعَلُdělat, snášetgøre, læggemunia, tehdäsnesti, učiniti・・・をする, ・・・を産む낳다, (...을) 하다doen, leggengjøre, leggeskładać, zrobićcolocar, fazer, pôrделать, откладыватьgöra, läggaทำ, วางไข่ ออกไข่yapmak, yumurtlamakđẻ, làm, ('kano)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. φτιάχνω κάνω έναν πύργο
2. ετοιμάζω, φτιάχνω κάνω τις βαλίτσες μου
3. ετοιμάζω, μαγειρεύω κάνω καφέ
4. παράγω κάνω μέλι
5. γεννάω Έκανε ένα παιδί.
6. φέρω ευθύνη για κπ πράξη κάνω ληστεία
7. καταθέτω κάνω αίτηση
8. υποβάλλω κτ σε κπ κάνω ανάκριση
9. προξενώ κάνω θόρυβο
10. δημιουργώ κάνω περιουσία
11. οργανώνω κάνω πάρτι
12. δηλώνει διάρκεια
13. ταιριάζω Δε μου κάνουν τα παπούτσια.
14. θέλω να φαίνομαι κάνω τον έξυπνο
υποκρίνομαι κάνω πως δoυλεύω
συμπεριφέρομαι σαν κάνω σα να μη συμβαίνει τίποτα
15. ασκώ κπ γνώση, ικανότητα κάνω ποδήλατο
16. μαθαίνω κάνω γαλλικά
17. γιατρεύω
αργοπορώ
αστειεύομαι
βλέπω κπ συχνά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.