καταθλιπτικός

Μεταφράσεις

καταθλιπτικός

(kataθlipti'kos) αρσενικό

καταθλιπτική

(kataθlipti'ci) θηλυκό

καταθλιπτικό

sombre, depressingمُحْزِنdeprimujícídeprimerendedeprimierenddeprimentemasentavadéprimantdeprimirajućideprimente憂鬱な기운을 잃게 하는deprimerenddeprimerendeprzygnębiającydeprimenteугнетающийdeprimerandeทำให้หดหู่iç karartıcıgây chán nản令人抑郁的 (kataθlipti'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. που πάσχει από κατάθλιψη είμαι καταθλιπτικός
2. θλιβερός καταθλιπτικό τοπίο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.