καταφέρνω

Μεταφράσεις

καταφέρνω

(kata'ferno)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. κατορθώνω Κατάφερα να ανέβω.
2. πείθω Τον κατάφερα να με πάρει μαζί του.

καταφέρνω

завоевать, ладить, управлятьmanage, get along, get onيَتَنَاسَبُ مع, يُدِيرُřídit, vycházetklare, komme godt ud af det sammenauskommen, schaffengestionar, llevarse bienpystyä, tulla toimeengérer, s’entendreslagati se, upravljatiriuscire, salireうまく・・・する, 乗る관리하다, (…)와 잘 지내다beheren, goed opschieten metklare, komme overensdostać się na, zarządzićconseguir, dar-se bem, entender-se (com), gerenciarklara av, komma överensเป็นมิตรกับ, จัดการbaşarmak, binmekhòa thuận, quản lý管理, 融洽相处
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
πετυχαίνω κτ Τα κατάφερα!
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.