κόσμος
Welt, die, Leuteworld, peoplemonde, gens, lesעולםdünyagente, mondomundoعَالَمsvětverdenmundomaailmasvijet世界세계wereldverdenświatмирvärldโลกthế giới世界Свят世界 ('kozmos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. όλη η Γη
monde αρσενικό ο γύρος του κόσμου le tour du monde 2. λαοί με κοινά χαρακτηριστικά
monde ο δυτικός κόσμος le monde occidental 3. όλοι οι άνθρωποι γύρω μας
gens αρσενικό πληθυντικός Μα, τι θα πει ο κόσμος; Mais, qu'est-ce que les gens vont penser ? 4. το πλήθος monde foule θηλυκό Έχει κόσμο στα μαγαζιά. Il y a fouledu monde dans les magasins.
6. ο τρόπος ζωής και σκέψης ομάδας ή ατόμου
univers αρσενικό monde ο κόσμος των ηθοποιών l'univers des acteurs δεν επικοινωνώ με το περιβάλλον
être dans son monde Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.