λευκός

Μεταφράσεις

λευκός

(lef'kos) αρσενικό

λευκή

(lef'ci) θηλυκό

λευκό

(lef'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. πολύ άσπρος λευκά σεντόνια
2. που έχει λευκό δέρμα λευκή γυναίκα
3. ουδέτερος λευκή σημαία λευκή ψήφος

λευκός

αρσενικό

λευκή

white, blankblancoأَبْيَضbílýhvidweißvalkoinenblancbijelibianco白いwithvitbiałybrancoбелыйvitสีขาวbeyaztrắng白的לבן θηλυκό
ουσιαστικό
που ανήκει στη λευκή φυλή οι λευκοί και οι μαύροι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.