μάγια
('maja)
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός μαγικά τεχνάσματα
ensorcellement αρσενικό sortilège αρσενικό κάνω μάγια σε κπ ensorceler qqn διαλύω τα μάγια rompre l'ensorcellement Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.