μέρα
( 'mera)
ημέρα
денdendagTagdaydíapäevروزpäiväjournapdagurgiornodiesdienàdienadagdagdzieńdiaziденьdeňdandaggünденьวัน (i'mera)
ουσιαστικό θηλυκό 1. οι ώρες με τις καθημερινές δραστηριότητες
jour αρσενικό journée θηλυκό μια μέρα un jour Τι ωραία μέρα! Quelle belle journée ! 2. από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου jour journée Είναι μέρα ακόμη. Il fait encore jour. μέσ' τη μέρα en pleine journée
3. η μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της εβδομάδας
jour Τι μέρα είναι σήμερα; Quel jour sommes-nous aujourd'hui ? κάθε σαρανταοκτώ ώρες
un jour sur deux όλες τις μέρες
tous les jours Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.