οικονομία

Μεταφράσεις

οικονομία

economy, savingekonomiokansantalous, talouselämäéconomieالاِقْتِصَادekonomikaøkonomiWirtschafteconomíaekonomijaeconomia経済경제economieøkonomiekonomiaeconomiaэкономияekonomiเศรษฐกิจekonominền kinh tế经济икономика經濟הכלכלה (ikono'mia)
ουσιαστικό θηλυκό
1. η σχέση παραγωγής και κατανάλωσης των αγαθών η εθνική οικονομία
2. η τάση να περιορίζω τα έξοδά μου κάνω οικονομία σε κτ
τα χρήματα που έχω μαζέψει
3. μεταφορικά η τάση να μην σπαταλάω γενικότερα κάνω οικονομία χρόνουενέργειας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.