πάταγος
vacarmeclatter, crash, din, stir ('pataɣos)
ουσιαστικό αρσενικό 1. δυνατός κρότος
fracas αρσενικό vacarme αρσενικό γκρεμίζομαι με πάταγο s'écrouler avec fracas 2. μεταφορικά ντόρος
bruit αρσενικό Η είδηση έκανε πάταγο. La nouvelle a fait grand bruit. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.