περιεκτικός

Μεταφράσεις

περιεκτικός

(periekti'kos) αρσενικό

περιεκτική

(periekti'ci) θηλυκό

περιεκτικό

compact, comprehensive, succinct, inclusiveبـِمَا فِيهِvčetněinklusiveinklusiveinclusivejonkin sisältävätout comprisuključivcompreso含めて포괄적인inclusiefiberegnetobejmującyinclusivo, abrangenteвключающийinberäknadรวมทุกอย่างkapsamlıbao gồm包含的, 综合цялостна綜合מקיף (periekti'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. πλήρης περιεκτική τροφή
2. ουσιαστικός, μεστός Ο λόγος του είναι περιεκτικός.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.