πραγματικότητα
реалностrealitatRealitätrealityrealidadtodellisuusrealité, réalitéמדומהrealità, realtà現実realitasrealidadeреальностьverklighetреальністьوَاقِعrealitavirkelighedstvarnost현실realiteitvirkelighetrzeczywistośćความจริงgerçeklikthực tế真实, 现实現實 (praɣmati'kotita)
ουσιαστικό θηλυκό 1. η αλήθεια réalité θηλυκό Δεν το έκανα στην πραγματικότητα. Je ne l'ai pas fait, en réalité.
πραγματοποιώ κτ réaliser qqch
2. τα δεδομένα réalité Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. La réalité est différente. είμαι εκτός πραγματικότητας être hors réalité
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.