προέρχομαι

Μεταφράσεις

προέρχομαι

derive, descend, germinate, originate, come fromيَأْتِي مِنْpocházetkomme frakommen ausprovenirtulla jostakinvenir dedolazitiprovenire・・・の出身である...출신이다vandaan komenkomme frapochodzić zvir deбыть родом изkomma frånมาจากgelmekđến từ来自 (pro'erxome)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. κατάγομαι Προέρχομαι από φτωχή οικογένεια.
2. έρχομαι από, ξεκινάω H πληροφορία προέρχεται από σίγουρη πηγή.
3. έχω σαν αιτία Ο θάνατος προήλθε από πνευμονία.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.