προκαλώ

Μεταφράσεις

προκαλώ

cause, challenge, provoke, inducecauser, avoir pour effet, créer, déclencher, défier, donner lieu à, engendrer, entraîner, être à l'origine de, faire naître, occasionner, produire, provoquer, lancer un défiيَتَحَدَّى, يُسَبِّبُzpochybnit, způsobitforårsage, udfordreherausfordern, verursachencausar, cuestionar, desafiaraiheuttaa, haastaaizazvati, prouzročitiprovocare, sfidare引き起こす, 挑戦する도전하다, 원인이 되다uitdagen, veroorzakenforårsake, utfordrespowodować, wyzwaćcausar, desafiarоспаривать, послужить причинойorsaka, utmanaท้าทาย, ทำให้เกิดmeydan okumak, yol açmakgây ra, thách thức引起, 挑战 (proka'lo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. γίνομαι αιτία προκαλώ αλλεργία σε κπ προκαλώ ένταση
2. κάνω κπ να αντιδράσει αρνητικά προκαλώ κπ (σε καβγά)
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.