προμηθεύω

Μεταφράσεις

προμηθεύω

provizifurnish, purvey, supplyيُزَوِّدُdodatforsyneliefernsuministrartoimittaafourniropskrbitifornire供給する공급하다leverenforsynedostarczyćfornecerснабжатьtillhandahållaจัดหาtedarik etmekcung cấp供应 (promi'θevo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. παρέχω, εφοδιάζω προμηθεύω την αγορά με καύσιμα
2. δίνω προμηθεύω πληροφορίες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.