σκιά
shadow, shadeombresombraظِلّstínskyggeSchattensombravarjonijansaombra陰그늘schaduwnyansecieńтеньskuggaร่ม ที่ร่มgölgechỗ râm荫凉处сянкаצל (sci'a)
ουσιαστικό θηλυκό 1. η σκοτεινή ζώνη που σχηματίζεται όταν κπ σώμα κρύβει το φως
ombre θηλυκό κάθομαι στη σκιά se mettre à l'ombre θέατρο με φιγούρες πίσω από φωτισμένο πανί
le théâtre d'ombres 2. καλλυντικό για τη βαφή των βλεφάρων
fard αρσενικό σκιά για τα μάτια fard à paupières Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.