στρογγυλεύω
(stroŋɟi'levo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) κάνω κτ να γίνει στρογγυλό
arrondir στρογγυλεύω τις άκρες arrondir les bouts
στρογγυλεύω
ρήμα αμετάβατο (ρήμα) παχαίνω s'arrondir Το πρόσωπό της στρογγύλεψε. Son visage s'est arrondi.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.