συναισθηματικός

Μεταφράσεις

συναισθηματικός

(sinesθimati'kos) αρσενικό

συναισθηματική

(sinesθimati'ci) θηλυκό

συναισθηματικό

emotional, sentimentalعَاطِفِيّ, عاطِفِيّcitový, sentimentálnífølelsesmæssig, sentimentalemotional, sentimentalemocional, sentimentalsentimentaalinen, tunteellinenémotif, sentimentalemocionalan, sentimentalancommovente, sentimentale感傷的な, 感情の감정의, 감정적인emotioneel, sentimenteelfølelsesmessig, sentimentalemocjonalny, sentymentalnyemocional, sentimentalсентиментальный, эмоциональныйkänslosam, sentimentalเกี่ยวกับอารมณ์, ซึ่งสะเทือนอารมณ์duygusalủy mị, xúc động多愁善感的, 情感的емоционален (sinesθimati'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. σχετικός με το συναίσθημα η συναισθηματική κατάσταση κάποιου συναισθηματική φόρτιση
2. ευαίσθητος συναισθηματικό παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.