συνδέω

Μεταφράσεις

συνδέω

verbinden, befestigen, verkettenconnect, link, attach, bond, joinconnecter, lier, relier, attacherlegare, attaccare, collegareconectar, ligar, juntarيَرْتَبِطُ, يُرْفِقُpřipevnit, spojitfastgøre, sammenkædeadjuntar, sujetar, vincularkiinnittää, yhdistääpovezati, pričvrstitiつなぐ, 取り付ける관련되다, 붙이다hechten, koppelenfeste, knytte sammenpołączyć, przymocowaćприкреплять, соединятьbifoga, länkaเชื่อมโยง, ติดกันbirleştirmek, iliştirmekgắn, kết nối连结, 附上 (sin'ðeo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ενώνω Μας συνδέει σχέση φιλίας.
2. κάνω να λειτουργεί συνδέω το τηλέφωνο
3. κάνω κτ να έχει σχέση με κτ άλλο Συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία της πόλης.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.