τυχαίος

Μεταφράσεις

τυχαίος

(ti'çeos) αρσενικό

τυχαία

(ti'çea) θηλυκό

τυχαίο

random, accidental, chance, adventitious, haphazardaccidentel, aléatoireslumpartad, oavsiktligعرضي, عَشْوَائِيّnáhodnýhændelig, tilfældigunbeabsichtigt, willkürlichaccidental, al azar, aleatoriosattumanvarainen, umpimähkäinennasumičan, slučajanaccidentale, casuale偶然の, 手当たり次第の무작위의, 우연의toevallig, willekeurigtilfeldigprzypadkowyacidental, aleatórioслучайныйเป็นเหตุบังเอิญ, โดยการสุ่มkaza sonucu, rastgelengẫu nhiên, tai nạn任意的, 偶然的, 随机隨機 (ti'çeo) ουδέτερο
επίθετο
1. συμπτωματικός τυχαίος αριθμός
2. ασήμαντος Δεν είναι ένας τυχαίος καλλιτέχνης.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.