χοντρός

Μεταφράσεις

χοντρός

(xo'ndros) αρσενικό

χοντρή

(xond'ri) θηλυκό

χοντρό

dick, fett, massigfat, coarse, thick, grossgrosgordoسَمِيـنtlustýfedlihavadebeograsso太った살찐diktykkgrubygordoтолстыйtjockอ้วนşişmanbéo肥的 (xon'dro) ουδέτερο
επίθετο
1. παχύς χοντρή γυναίκα
2. βαρύς χοντρή ζακέτα
3. μεγάλος κομμένος σε χοντρά κομμάτια
4. άκομψος, κακόγουστος χοντρά αστεία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.