ψησταριά
barbecuebarbecuebarbacoaGrillbarbecueбарбекюbarbecuechurrascoالشواءбарбекю烧烤燒烤grilovánígrillGrilliバーベキュー바베큐บาร์บีคิว (psistar'ja)
ουσιαστικό θηλυκό 1. η σχάρα πάνω στην οποία ψήνουμε κρέας στα κάρβουνα
grill αρσενικό 2. εστιατόριο όπου προσφέρονται κυρίως ψητά κρέατα rôtisserie θηλυκό Φάγαμε στην ψησταριά κοντά στη θάλασσα. Nous avons mangé à la rôtisserie au bord de la mer.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.