ωμός

Μεταφράσεις

ωμός

(o'mos) αρσενικό

ωμή

(o'mi) θηλυκό

ωμό

rohraw, crude, uncookedcruخامsyrovýcrudoraakasirovcrudo生の날것의rauwsurowycruсыройดิบçiğthô未加工的суров (o'mo) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν είναι μαγειρεμένος ωμό κρέας
2. μεταφορικά σκληρός, αδυσώπητος ωμή βία
3. στεγνός, χωρίς συναίσθημα ωμή απάντηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.