όνειρο
dreamrevosueñorêvedroomсонحُلْمsendrømTraumunisansogno夢꿈drømsensonhodrömความฝันdüşgiấc mơ梦 ('oniro)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. οι εικόνες και τα συναισθήματα κατά τη διάρκεια του ύπνου rêve αρσενικό Είδα ένα κακό όνειρο. J'ai fait un mauvais rêve.
ευχή πριν τον ύπνο Fais de beaux rêves !
2. προσδοκία rêve κάνω όνειρα avoir des rêves το σπίτι των ονείρων μου ma maison rêvée
3. για κτ πολύ όμορφο
merveille θηλυκό Είναι όνειρο το φόρεμά σου! Ta robe est une merveille ! Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.